- θραυστήρας
- Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής.
Οι περιστροφικοί θ., που αποτελούνται από αυλακωμένους κώνους οι οποίοι περιστρέφονται μέσα σε κυλινδρικούς θαλάμους, τεμαχίζουν το υλικό και το προωθούν προς την έξοδο. Στους θ. με σφύρες, ο βράχος ή το ορυκτό εισάγονται με μεταφορική ταινία στο σταθερό μέρος της μηχανής και δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα από πολλές σφύρες, οι οποίες συνδέονται με ένα κινητό όργανο. Έτσι γίνεται ο θρυμματισμός. Οι θ. είναι εφοδιασμένοι με σφονδύλους μεγάλων διαστάσεων, κατάλληλους να εναποθηκεύουν και να αποδίδουν κινητική ενέργεια στα κινητά τμήματα κατά την επεξεργασία. Στα ελαιουργεία χρησιμοποιούνται ιδιαίτεροι τύποι θ. για τη σύνθλιψη των ελιών. Αυτοί αποτελούνται από δύο κατακόρυφες μυλόπετρες, που περιστρέφονται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα και εκτελούν τον θρυμματισμό είτε με σύνθλιψη είτε με τριβή.
Θραυστήρας για ελιές· μινιατούρα σε εικονογραφημένο λατινικό μεσαιωνικό χειρόγραφο.
* * *ὁειδικό μηχάνημα ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη θραύση σκληρών υλικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. Η λ. στον λόγιο τ. θραυστήρ μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.